- κνιψ
- κνίψκνῑπός ὅ (nom. pl. κνῖπες) фиговый червец или фиговая тля Arph., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
κνίψ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιπός — κνίψ masc gen sg κνῑπός , κνίψ masc gen sg κνῑπός , κνιπός niggardly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιπῶν — κνίψ masc gen pl κνῑπῶν , κνιπός niggardly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῖπες — κνίψ masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίπας — κνίψ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίπες — κνίψ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιπούμαι — κνιποῡμαι, όομαι (Α) 1. (για τους οφθαλμούς) παθαίνω φλεγμονή 2. (κατά τον Ησύχ.) (για καρπούς) προσβάλλομαι από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνίψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνιψ)] … Dictionary of Greek
κνιπότης — κνιπότης, ητος, ή (Α) η φλόγωση τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… … Dictionary of Greek
σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] … Dictionary of Greek